Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρότα η [róta] Ο25α : (ναυτ.) η πορεία που ακολουθεί ένα πλοίο. || (μτφ.): Aλλάζω ~, τροποποιώ, μεταβάλλω σχέδια, αποφάσεις, σκέψεις, συναισθήματα κτλ.: Tην τελευταία στιγμή άλλαξε ~ και ναυάγησαν τα σχέδιά μας.
[βεν. rota]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροταριανός -ή -ό [rotarianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη διεθνή οργάνωση Ρόταρι (σύλλογος βιομηχάνων, εμπόρων κτλ. με σκοπό την εξυπηρέτηση του κράτους και της κοινωνίας μέσο του επαγγέλματος καθενός από τα μέλη του): ~ Όμιλος. Ροταριανή διδασκαλία. || (ως ουσ.) για τα μέλη αυτής της οργάνωσης: Όμιλος / εκδήλωση ροταριανών.
[λόγ. ρόταρ(ι) (< αγγλ. rotary (club)) -ιανός]