Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόπτρο το [róptro] Ο39 : εξάρτημα εξωτερικής πόρτας σπιτιού, το οποίο μπορούσε να χτυπήσει ο επισκέπτης πάνω στην επιφάνειά της για να του ανοίξουν: Mπρούτζινο ~ σε σχήμα σκαραβαίου.
[λόγ. < αρχ. ῥόπτρον]