Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόπαλο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόπαλο το [rópalo] Ο42 : ράβδος, συνήθ. ξύλινη, με διογκωμένο το ένα άκρο, που χρησιμοποιείται ως όπλο: Tο ~ του Hρακλή. || το κλομπ.

[λόγ. < αρχ. ῥόπαλον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροπαλοφόρος ο [ropalofóros] Ο18 : αυτός που κρατά ρόπαλο, οπλισμένος με ρόπαλο. || (ως επίθ.): Ροπαλοφόροι διαδηλωτές.

[λόγ. < μσν. ροπαλοφόρος < ρόπαλ(ον) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες