Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόμβος ο [rómvos] Ο18 : 1.(γεωμ.) παραλληλόγραμμο σχήμα με τέσσερις ίσες πλευρές και δύο γωνίες οξείες και δύο αμβλείες: Οι διαγώνιοι του ρόμβου διχοτομούνται. || ό,τι έχει σχήμα ρόμβου. 2. (ναυτ.) η καθεμία από τις τριάντα δύο υποδιαιρέσεις του ανεμολογίου.
[λόγ. < αρχ. ῥόμβος]