Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόλεϊ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόλεϊ το [rólei] Ο (άκλ.) (συνήθ. πληθ.) : μικρό κυλινδρικό αντικείμενο για την περιποίηση των μαλλιών· ρολό4: Kυκλοφορεί μέσα στο σπίτι με τα ~.

[λόγ. < αγγλ. roller αναλ. προς άλλα δάνεια, π.χ. τρόλεϊ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες