Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρόκα 1 η [róka] Ο25α : ειδική ράβδος πάνω στην οποία στερεώνουν το μαλλί ή το μπαμπάκι για να το γνέσουν με το χέρι: H γιαγιά, καθισμένη στο τζάκι και με τη ~ στο χέρι, έλεγε παραμύθια. ΦΡ (λαϊκότρ.) κάνε ~ σου, κοίτα τη δουλειά σου, μην ασχολείσαι με ξένες υποθέσεις.
[μσν. ρόκα < ιταλ. rocca]
- ρόκα 2 η : είδος χόρτου που τρώγεται ωμό για σαλάτα.
[μσν. ρόκα < ιταλ. ruca ( [u > o] από επίδρ. του [r] )]
- ροκαμβολικός -ή -ό [rokamvolikós] Ε1 : που ταιριάζει, που μοιάζει με το Ροκαμβόλ, ήρωα γνωστό για τα απίστευτα κατορθώματά του και τα έξυπνα τεχνάσματά του: Ροκαμβολικές περιπέτειες / ενέργειες / ιστορίες. Ροκαμβολικά κόλπα / τεχνάσματα. Ροκαμβολική απάτη.
[λόγ. Ροκαμβόλ -ικός < γαλλ. Rocambol ήρωας ρομάντζων του Terrail (ορθογρ. δαν.) μτφρδ. γαλλ. rocambolesque]
- ροκάνα η [rokána] Ο25α : είδος ξύλινου κρόταλου που αποτελείται από μια λεπτή σανίδα η οποία προσκρούει σε έναν περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονά του οδοντωτό τροχό και που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο.
[ίσως ροκάν(ι) -α]
- ροκάνι το [rokáni] Ο44 : εργαλείο του χεριού για την επεξεργασία ξύλινων επιφανειών· πλάνη.
ροκάνα η MΕΓΕΘ. [ελνστ. ῥυκάνη ίσως με διατήρηση της προφ. [u] αντί του συνηθισμένου [u > y] (δες Υ) (πρβ. μσν. ρουκανίζω > ροκανίζω), [u > o] από επίδρ. του [r] και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] · ροκάν(ι) -α]
- ροκανίδι το [rokaníδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : οι λεπτές φλούδες που αποσπώνται από μια ξύλινη επιφάνεια κατά την επεξεργασία της με ροκάνι. || (εν.) με περιληπτική σημασία.
[ροκάν(ι) -ίδι]
- ροκανίζω [rokanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.από την επιφάνεια ενός ξύλου αποσπώ με ροκάνι (πλάνη) λεπτές φλούδες, για να την κάνω πιο ομαλή· πλανίζω. 2. μασώ κτ. σκληρό, με θόρυβο και λίγο λίγο: ~ ένα παξιμάδι. Tη νύχτα ακούγονταν τα ποντίκια που ροκάνιζαν το πάτωμα της αποθήκης. 3. (μτφ., προφ.) εξαντλώ ένα χρηματικό ποσό που δε μου ανήκει ξοδεύοντάς το κατά μικρές ποσότητες: Ροκάνισε την περιουσία του θείου του. || Ο πληθωρισμός ροκανίζει το εισόδημα των εργαζομένων.
[μσν. ρουκανίζω ( [u > o] κατά τη λ. ροκάνα) < ελνστ. ῥυκανίζω (δες στο ροκάνι)]
- ροκάνισμα το [rokánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ροκανίζω.
[ροκανισ- (ροκανίζω) -μα]
- ροκάς ο [rokás] Ο1 : για τους νέους που δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση προς τη μουσική και το χορό του ροκ.
[ροκ -άς]