Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόδο το [róδo] Ο39 : (λόγ., λογοτ.) τριαντάφυλλο: Tα ρόδα του Mαγιού. ΠAΡ Aπό ~ βγαίνει αγκάθι κι απ΄ αγκάθι βγαίνει ρόδο, από καλό γονέα μπορεί να κατάγεται κακός άνθρωπος και το αντίθετο.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ῥόδον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδοδάφνη η [roδoδáfni] Ο30 : δενδρώδης θάμνος με ωραία κόκκινα ή άσπρα άνθη, που καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό ανοιχτών χώρων· πικροδάφνη: Οι ροδοδάφνες του παραλιακού δρόμου.
[λόγ. < ελνστ. ῥοδοδάφνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδόδεντρο το [roδóδendro] Ο42 : φυτό, δέντρο ή θάμνος, αειθαλές που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό.
[λόγ. < ελνστ. ῥοδόδενδρον προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δένδρον > δέντρο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδοκοκκινίζω [roδokokinízo] Ρ2.1α μππ. ροδοκοκκινισμένος : αποκτώ χρώμα ελαφρώς κόκκινο, ρόδινο· ροδίζω: Ψήνουμε το κρέας σε δυνατή φωτιά για να ροδοκοκκινίσει. || κάνω κτ. να ροδοκοκκινίσει.
[ροδοκόκκιν(ος) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδοκόκκινος -η -ο [roδokókinos] Ε5 : που έχει ελαφρώς κόκκινο χρώ μα· ρόδινος: Ροδοκόκκινα μάγουλα, όλο υγεία.
[ρόδ(ο) -ο- + κόκκινος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδομάγουλος -η -ο [roδomáγulos] Ε5 : που έχει ρόδινα μάγουλα: Ροδομάγουλη χωριατοπούλα.
[ρόδ(ο) -ο- + μάγουλ(ο) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδόνερο το [roδónero] Ο41 : απόσταγμα από τριαντάφυλλα.
[ρόδ(ο) -ο- + νερ(ό) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδοπέταλο το [roδopétalo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : πέταλα από μαδημένα άνθη τριαντάφυλλου. || (μτφ.): Ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, η ζωή έχει δυσκολίες.
[λόγ. ρόδ(ον) -ο- + πέταλον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Ρόδος η [róδos] Ο35 : στην ΠAΡ ΦΡ ιδού η ~, ιδού και το πήδημα*.
[λόγ. < αρχ. Ῥόδος (πρβ. λαϊκό η Ρόδο με εξομάλ. της κλίσης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]