Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόδιο το [róδio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στην κατηγορία των μετάλλων.

[λόγ. < νλατ. rhodium < αρχ. ῥόδ(ον) -ium = -ιον (από το χρώμα του)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες