Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόδινος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρόδινος -η -ο [róδinos] Ε5 : 1.που έχει το ελαφρώς κόκκινο χρώμα του τριαντάφυλλου· ροζ, τριανταφυλλής: Ρόδινο χρώμα. Ρόδινα μάγουλα. H απαλή ρόδινη επιδερμίδα ενός μωρού. 2. (μτφ.) που προκαλεί συναίσθημα αισιοδοξίας: H κατάσταση δεν είναι ρόδινη, δεν επιτρέπει αισιοδοξία. ΦΡ τα βλέπω (όλα) ρόδινα (κι ωραία), ευχάριστα, είμαι αισιόδοξος από τη φύση μου.

[λόγ. < αρχ. ῥόδινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες