Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόδα η [róδa] Ο25 : 1.κυκλική κατασκευή που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα προσαρμοσμένο στη βάση ενός οχήματος· τροχός: Οι ρόδες του αυτοκινήτου / του φορτηγού / του ποδηλάτου / του κάρου. || (λαϊκ.) για αυτοκίνητο, συνήθ. ιδιωτικό: Διαθέτουμε και ~, βλέπω! 2. για ό,τι έχει σχήμα ρόδας και περιστρέφεται πάνω σε άξονα. ΦΡ ~ είναι και γυρίζει, για να δηλώσουμε το ευμετάβλητο της τύχης.
ροδίτσα η YΠΟKΟΡ. ροδούλα η YΠΟKΟΡ. ροδάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. roda· ρόδ(α) -ίτσα, -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόδακας ο [róδakas] Ο5 : (αρχιτ.) κόσμημα που παριστάνει σχηματοποιημένο ρόδο (τριαντάφυλλο) με ανοιχτά ακτινωτά φύλλα.
[λόγ. ρόδ(ον) -αξ > -ακας σφαλερή δημιουργία μτφρδ. γαλλ. rosace]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδακινιά η [roδaki
á] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο που καλλιεργείται για τους νόστιμους χυμώδεις και μυρωδάτους καρπούς του: Άγρια / ήμερη ~. [μσν. ροδακινιά < ροδακινέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ροδάκιν(ον) -έα > -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδάκινο το [roδákino] Ο42 : ο σαρκώδης, μυρωδάτος καρπός της ροδακινιάς, ο οποίος τρώγεται ως φρούτο: Οι εξαγωγές ροδακίνων αυξήθηκαν το φετινό καλοκαίρι. Kομπόστα / μαρμελάδα ~.
[μσν. ροδάκινον < ελνστ. δωράκινον < λατ. duracinum με αντιμετάθ. [d-r > r-d] και τροπή [u > o] από επίδρ. του [r] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδαλός -ή -ό [roδalós] Ε1 : που έχει απαλό, ελαφρό κόκκινο χρώμα· ρόδινος.
[λόγ. < ελνστ. ῥοδαλός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδάνι το [roδáni] Ο44α : μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από ένα μεγαλύτερο και έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. ΦΡ ~ πάει η γλώσσα του, για πρόσωπο που φλυαρεί, που μιλά γρήγορα και με ευχέρεια.
[ελνστ. ῥοδάνη ἡ `υφάδι΄ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] και αναλ. προς τα μασούρι, καλάμι]