Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρωτακισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρωτακισμός ο [rotakizmós] Ο17 : 1.(γλωσσ.) η τροπή του φθόγγου [s] σε [r]. 2. (ιατρ.) δυσκολία στην εκφορά του φθόγγου [r] ως μορφή ψευδισμού.

[λόγ. < γαλλ. rhotacisme ή αγγλ. rhotacism < ελνστ. ρωτακίζω `χρησιμοποιώ υπερβολικά το ρο΄ (-isme, -ism = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες