Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωμαϊκός -ή -ό [romaikós] Ε1 : α.που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους· (πρβ. λατινικός): Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία. ~ πολιτισμός. Ρωμαϊκή τέχνη / εποχή / ιστορία. ~ στρατός. Aνατολικό / Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. || Ρωμαϊκά ανάκτορα / μνημεία, της ρωμαϊκής εποχής. || Ρωμαϊκό δίκαιο, το σύνολο των κανόνων αστικού δικαίου που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ρώμη, όπως διαμορφώθηκε κατά τη βυζαντινή εποχή. β. που ανάγει τις ρίζες του στη χριστιανική Ρώμη ή στο ρωμαϊκό κράτος: Ρωμαϊκή Εκκλησία, η Δυτική Xριστιανική Εκκλησία. || Aγία Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.
[λόγ.: α: ελνστ. Ῥωμαϊκός `που αναφέρεται στους Ρωμαίους΄· β: σημδ. γαλλ. romain]