Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωμαλέος -α -ο [romaléos] Ε4 : που έχει ρώμη· εύρωστος, δυνατός: ~ νέος. Ρωμαλέο σώμα / κορμί. Ρωμαλέο άλογο. || (μτφ.): ~ λόγος.
[λόγ. < αρχ. ῥωμαλέος]