Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωμαιοκαθολικός -ή -ό [romeokaθolikós] Ε1 : που ακολουθεί το δόγμα της Εκκλησίας της Ρώμης· καθολικός 2: ~ παπάς. || H Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Tο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα. || (ως ουσ.) ο χριστιανός που ακολουθεί το δόγμα της Εκκλησίας της Ρώμης· καθολικός 2.
[λόγ. Ρωμαί(ος) -ο- + καθολικός 2 μτφρδ. αγγλ. Roman Catholic]