Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρυτίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυτίδα η [ritíδa] Ο26 : ζαρωματιά στο δέρμα, συνήθ. του προσώπου: Bαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το γέρικο βασανισμένο πρόσωπό του.

[λόγ. < αρχ. ῥυτίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες