Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυπαντής ο [ripandís] Ο7 : ουσία (μη οργανική) που ρυπαίνει το περιβάλλον· ρυπαντική ουσία.
[λόγ. ρυπαν- (ρυπαίνω) -τής μτφρδ. αγγλ. pollutant]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ρυπαν- (ρυπαίνω) -τής μτφρδ. αγγλ. pollutant]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |