Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυπαίνω [ripéno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : α.(λόγ.) λερώνω, βρομίζω: Παρακαλώ, μη ρυπαίνετε το χώρο / το πάτωμα. β. σκορπώ, αφήνω ρύπους: Zητούν την απομάκρυνση των βιομηχανιών που ρυπαίνουν με τα απόβλητά τους το περιβάλλον / την ατμόσφαιρα / τη θάλασσα.
[λόγ. < αρχ. ῥυπαίνω `βρομίζω΄ & σημδ. αγγλ. pollute]