Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρυμούλκα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυμούλκα η [rimúlka] & ρεμούλκα η [remúlka] Ο25α : βαρύ φορτηγό όχημα που ρυμουλκείται από άλλο.

[ρυμουλκ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)· [i > e] από επίδρ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες