Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυμούλκα η [rimúlka] & ρεμούλκα η [remúlka] Ο25α : βαρύ φορτηγό όχημα που ρυμουλκείται από άλλο.
[ρυμουλκ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)· [i > e] από επίδρ. του [r] ]