Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυμουλκό το [rimulkó] Ο38 : όχημα ή πλοίο (ειδικής κατασκευής) που χρησιμοποιείται για να ρυμουλκεί, να σύρει άλλο: ~ του λιμεναρχείου απομάκρυνε το φλεγόμενο πλοίο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ρυμουλκός < ρυμουλκ(ώ) -ός (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. remorqeur]