Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρυμοτομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρυμοτομώ [rimotomó] -ούμαι Ρ10.9 : σχεδιάζω, χαράζω τους δρόμους και τις πλατείες μιας πόλης ή ενός οικισμού: Ρυμοτομημένη περιοχή.

[λόγ. < ελνστ. ῥυμοτομῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες