Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρυθμιστήρας ο [riθmistíras] Ο2 : όργανο, μηχανισμός που ρυθμίζει τη λειτουργία, την κατανάλωση ή την απόδοση μηχανής· ρυθμιστής2.
[λόγ. ρυθμισ- (ρυθμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. régulateur]