Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρούμπος ο [rúmbos] Ο18 : 1.μονάδα βαθμολογίας σε διάφορα παιχνίδια (συνήθ. ομαδικά, λαϊκά): Πόσους ρούμπους έκανες; 2. (ναυτ.) ανεμολόγιο.
[αντδ. < ιταλ. rombo (στη σημ. 2) ( [ο > u] από παλ. ιταλ. rumbo ή από επίδρ. του [r] και των χειλ. [mb] ) < λατ. rhombus < αρχ. ῥόμβος]