Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροχαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροχαλίζω [roxalízo] Ρ2.1α : αναπνέω με θόρυβο, με ρόγχο καθώς κοιμάμαι: Ροχαλίζει και δε μ΄ αφήνει να κοιμηθώ. Σταμάτα να ροχαλίζεις!

[μσν. ροχαλίζω < ελνστ. ῥογχαλίζω με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες