Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουφηξιά η [rufiksxá] Ο24 : ρούφηγμα. || η ποσότητα υγρού την οποία ρουφά κανείς κάθε φορά: Tο ήπιε όλο με μια ~, μονορούφι.
[ρουφηξ- (ρουφώ) -ιά]