Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουφήχτρα η [rufíxtra] Ο25α : 1.σημείο όπου το νερό θάλασσας, λίμνης ή ποταμού περιστρέφεται με δύναμη και τραβάει στο βυθό ό,τι επιπλέει. 2. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο που πίνει πολύ κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό.
[ρουφηκ- (ρουφώ) -τρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]