Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουστίκ [rustík] Ε (άκλ.) : (για ρυθμό, στιλ επίπλων, οικιακής διακόσμησης κτλ.) χωριάτικος: Στιλ ~. Σαλόνι ~. Kαρέκλες ~. || (ως ουσ.): Πέρασε πια η μόδα του ~.
[λόγ. < γαλλ. rustique (ορθογρ. δαν.)]