Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρους ο [rús] Ο15α : (λόγ.) α. συνεχής ροή νερού σε κοίτη (ποταμού) και η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί· ρεύμα: Aκολούθησε το ρου του ποταμού. β. (μτφ.) συνεχής κίνηση, μεταβολή κατάστασης· ροή, εξέλιξη: Ο ~ των γεγονότων. Ο ~ της ιστορίας.
[λόγ. < αρχ. ῥοῦς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρούσικος -η -ο [rúsikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ρωσικός: Παλιά ρούσικα τραγούδια.
[Ρούσ(ος) -ικος < ιταλ. Russo < ρωσ. rusj]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρούσος -α -ο [rúsos] Ε4 : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα.
[μσν. *ρούσος < λατ. russ(us) -ος (πρβ. μσν. ή ελνστ. ῥούσιος < λατ. russeus, ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουστίκ [rustík] Ε (άκλ.) : (για ρυθμό, στιλ επίπλων, οικιακής διακόσμησης κτλ.) χωριάτικος: Στιλ ~. Σαλόνι ~. Kαρέκλες ~. || (ως ουσ.): Πέρασε πια η μόδα του ~.
[λόγ. < γαλλ. rustique (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουσφέτι το [rusféti] Ο44 : χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση, που προσφέρει πολιτικός σε κάποιους με αντάλλαγμα την εύνοιά τους, την υποστήριξή τους ή πολιτικό, οικονομικό κτλ. όφελος: Προεκλογικά ρουσφέτια. Διορίστηκε με ~. || χάρη, εκδούλευση παράτυπη.
[τουρκ. rüşvet (από τα αραβ.) -ι με αφομ. ηχηρ. [sv > sf] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουσφετολογία η [rusfetolojía] Ο25 : η ενέργεια του ρουσφετολογώ, το να υπόσχεται και να κάνει κάποιος ρουσφέτια: Προσπάθησαν να κερδίσουν ξανά τις εκλογές με ρουσφετολογίες.
[λόγ. ρουσφέτ(ι) -ο- + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουσφετολογικός -ή -ό [rusfetolojikós] Ε1 : που γίνεται για ρουσφέτι, που αποτελεί ρουσφέτι: Ρουσφετολογικές διατάξεις του νομοσχεδίου.
[λόγ. ρουσφετολόγ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουσφετολόγος ο [rusfetolóγos] Ο18 : ως χαρακτηρισμός πολιτικού που υπόσχεται και κάνει ρουσφέτια για να πετύχει πολιτικό όφελος.
[λόγ. ρουσφετο(λογία) -λόγος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουσφετολογώ [rusfetoloγó] Ρ10.9α : συναλλάσσομαι με μέσο το ρουσφέτι, υπόσχομαι και κάνω ρουσφέτια για να πετύχω πολιτικό όφελος.
[λόγ. ρουσφετολογ(ία) -ώ]