Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουπάκι το [rupáki] Ο44 : (λαϊκότρ.) ονομασία ειδών δρυός.
[μσν. ή ελνστ. ῥωπάκιον υποκορ. ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) `πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )]