Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουκέτα η [rukéta] Ο25 : α.πυροτέχνημα ή φωτοβολίδα ή πολεμικό βλή μα που εκτοξεύεται με τη δύναμη αερίων: Εκτοξεύω / ρίχνω ρουκέτες. Εκτοξευτήρας ρουκετών. β. (λαϊκ.) εμετός που αποβάλλεται με ορμή. ΦΡ αμολώ / πετώ μια ~, για εμετό.
[βεν. rocheta ( [o > u] από επίδρ. του [k] )]