Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουά το [ruá] Ο (άκλ.) : όρος στο σκάκι με τον οποίο ο ένας παίχτης επισημαίνει ότι με την τελευταία του κίνηση απειλεί το βασιλιά του άλλου· σαχ. (έκφρ.) ~ ματ*.
[λόγ. < γαλλ. roi]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρουά [ruá] Ε (άκλ.) : μόνο στο μπλε* ~.
[λόγ. < γαλλ. bleu roi]