Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροπή η [ropí] Ο29 : 1α.κλίση, απόκλιση προς κατεύθυνση. β. (φυσ.) ~ δύναμης, το γινόμενο της έντασης μιας δύναμης επί την απόστασή της από ορισμένο σημείο. Hλεκτρική ~ ή ~ ηλεκτρικού διπόλου, το γινόμενο του ενός από τα δύο ίσα ηλεκτρικά φορτία ενός διπόλου επί τη μεταξύ τους απόσταση. Mαγνητική ~, το γινόμενο της ποσότητας μαγνητισμού του ενός πόλου του μαγνήτη επί την απόστασή του από τον άλλο πόλο. 2. έντονη φυσική κλίση, τάση: ~ προς το κακό / το καλό.
[λόγ. < αρχ. ῥοπή `κλίση της πλάστιγγας, βαρίδι που βαραίνει στην πλάστιγγα΄, 1α, 2: κατά τη σημ. του ρέπω & σημδ. γαλλ. inclination· 1β: σημδ. γαλλ. moment]