Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροντέο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροντέο το [rodéo] Ο (άκλ.) : είδος αγωνίσματος, κυρίως στην Aμερική, κατά το οποίο ο αναβάτης επιδεικνύει τη δεξιοτεχνία του στο να ιππεύει άγρια άλογα ή ταύρους ή στο να τιθασεύει μια αγέλη.

[λόγ. < αγγλ. rodeo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες