Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρομπότ το [robót] Ο (άκλ.) : α.ανθρωπόμορφη μηχανική κατασκευή που εκτελεί κινήσεις ανάλογες με του ανθρώπου και μπορεί να τον αντικαταστήσει σε ορισμένες εργασίες. β. (μτφ.) άνθρωπος που εργάζεται ή ενεργεί σύμφωνα με κάποιες δεδομένες εντολές, χωρίς καμιά δική του επιλογή ή πρωτοβουλία.
ρομποτάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. robot (ορθογρ. δαν.) < τσέχικο robota `δουλειά, αγγαρεία΄, όνομα μηχανικού εργάτη σε μυθιστόρημα του Karel Tchapek]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρομποτική η [robotikí] Ο29 : (τεχνολ.) κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη, την κατασκευή και τις εφαρμογές των ρομπότ.
[λόγ. < αγγλ. robotics (-ics = -ική, θηλ. του -ικός)]