Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρομαντικός -ή -ό [romandikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρομαντισμό, που εκφράζει το πνεύμα του ή είναι σύμφωνος με τις αρχές του: Ρομαντική τέχνη / λογοτεχνία. Ρομαντικό έργο / ποίημα / μυθιστόρημα. Ρομαντική εποχή. Ρομαντική τεχνοτροπία. Ρομαντική σχολή. ~ ποιητής. Ρομαντικά και κλασικιστικά στοιχεία στην ποίηση του Kάλβου. || (ως ουσ.) ο ρομαντικός, για καλλιτέχνη που ακολουθεί το ρομαντισμό: Οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα. 2α. (για πρόσ.) που είναι υπέρμετρα συναισθηματικός, που έχει μια απόλυτη και άδολη πίστη σε κτ. ιδανικό, εξωπραγματικό και ανέφικτο. || ο επιρρεπής σε ονειροπολήσεις και ρεμβασμούς: ~ χαρακτήρας / νέος. β. που προκαλεί διάθεση για ρεμβασμό, ονειροπόληση: Ρομαντική θέα / μουσική / τραγούδια. γ. που αναφέρεται σε μια τρυφερή, ερωτική, αισθηματική σχέση: Mια ρομαντική συνάντηση. δ. ιδανικός και ανέφικτος, εξωπραγματικός: Ρομαντικοί στόχοι. Θεώρηση / άποψη ρομαντική.
ρομαντικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Σκέπτεται ~. [λόγ.: 2: ιταλ. romantico & γαλλ. romantique (-ico, -ique = -ικός) < αγγλ. romantic < παλ. γαλλ. roman (δες ρομάντζο)· 1: σημδ. γερμ. romantisch (στη νέα σημ.) < γαλλ. romantique]