Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρομάντζα η [romándza] Ο25α : η πράξη του ρομαντζάρω· ρεμβασμός: Nυχτερινές ρομάντζες. Πάμε στην παραλία για ~, για να ρομαντζάρουμε, να ρεμβάσουμε. || τοποθεσία ή ώρα που είναι κατάλληλη για ρομάντζα ή που προκαλεί διάθεση για ρομάντζα, ρεμβασμό.
[ιταλ. romanza `ποιητική ή μουσική συναισθηματική σύνθεση΄ με επίδρ. της σημ. του ρομαντικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρομαντζάρω [romandzáro] Ρ6α : κάθομαι και απολαμβάνω ένα ωραίο φυσικό τοπίο ή περιβάλλον, έχοντας διώξει από το νου μου κάθε σκέψη και έγνοια για την καθημερινότητα· κάνω ρομάντζα, ρεμβάζω.
[ρομάντζ(α) -άρω]