Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρολογάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρολογάδικο το [roloγáδiko] Ο41 : το κατάστημα ή το εργαστήριο του ρολογά· ωρολογοποιείο.

[ρολογ(άς) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες