Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροκανίζω [rokanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.από την επιφάνεια ενός ξύλου αποσπώ με ροκάνι (πλάνη) λεπτές φλούδες, για να την κάνω πιο ομαλή· πλανίζω. 2. μασώ κτ. σκληρό, με θόρυβο και λίγο λίγο: ~ ένα παξιμάδι. Tη νύχτα ακούγονταν τα ποντίκια που ροκάνιζαν το πάτωμα της αποθήκης. 3. (μτφ., προφ.) εξαντλώ ένα χρηματικό ποσό που δε μου ανήκει ξοδεύοντάς το κατά μικρές ποσότητες: Ροκάνισε την περιουσία του θείου του. || Ο πληθωρισμός ροκανίζει το εισόδημα των εργαζομένων.
[μσν. ρουκανίζω ( [u > o] κατά τη λ. ροκάνα) < ελνστ. ῥυκανίζω (δες στο ροκάνι)]