Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροκαμβολικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροκαμβολικός -ή -ό [rokamvolikós] Ε1 : που ταιριάζει, που μοιάζει με το Ροκαμβόλ, ήρωα γνωστό για τα απίστευτα κατορθώματά του και τα έξυπνα τεχνάσματά του: Ροκαμβολικές περιπέτειες / ενέργειες / ιστορίες. Ροκαμβολικά κόλπα / τεχνάσματα. Ροκαμβολική απάτη.

[λόγ. Ροκαμβόλ -ικός < γαλλ. Rocambol ήρωας ρομάντζων του Terrail (ορθογρ. δαν.) μτφρδ. γαλλ. rocambolesque]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες