Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροκάνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροκάνισμα το [rokánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ροκανίζω.

[ροκανισ- (ροκανίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες