Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζιάρικος -η -ο [rozjárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει (πολλούς) ρόζους: Ροζιάρικα και βρόμικα χέρια. || Ροζιάρικο ξύλο.
[ροζιάρ(ης < ρόζ(ος) -ιάρης) -ικος]