Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζάριο το [rozário] Ο40 : α.μεγάλο κομπολόι, από εναλλασσόμενες μικρές και μεγάλες χάντρες, που το κρατούν οι καθολικοί χριστιανοί όταν προσεύχονται. β. σειρά προσευχών των καθολικών.
[λόγ. ροζάριον < ιταλ. rosario]