Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζ [róz] Ε (άκλ.) : α.που έχει απόχρωση πολύ ανοικτού κόκκινου χρώματος: ~ φουστάνι. Έβαψε τον τοίχο ~. || (ως ουσ.) το ροζ, το ροζ χρώμα: Aπαλό ~. Οι αποχρώσεις του ~. β. (μτφ.) ερωτικός, σεξουαλικός: ~ ιστορίες. Πολιτικός αναμεμειγμένος σε ~ σκάνδαλο. ~ τηλέφωνα.
[λόγ. < γαλλ. rose]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζακί το [rozakí] & ραζακί το [razakí] Ο43 : ποικιλία σταφυλιού και κλήματος: Άσπρο / μαύρο ~.
[τουρκ. razakι (από τα αραβ.) ίσως & με επίδρ. του ιταλ. rosa `ρόδο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζάριο το [rozário] Ο40 : α.μεγάλο κομπολόι, από εναλλασσόμενες μικρές και μεγάλες χάντρες, που το κρατούν οι καθολικοί χριστιανοί όταν προσεύχονται. β. σειρά προσευχών των καθολικών.
[λόγ. ροζάριον < ιταλ. rosario]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζέ [rozé] Ε (άκλ.) : α.που έχει χρώμα ροζ ή προς το ροζ: ~ μπλούζα. Kρασί ~. β. (ως ουσ.) το ροζέ, το ανοικτό ροζ χρώμα.
[λόγ. < γαλλ. rosé]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζέτα η [rozéta] Ο25 : 1α.(τεχν.) γύψινη ή ξύλινη διακόσμηση, στρογγυλή, ελλειψοειδής ή ορθογώνια, στο μέσο της οροφής δωματίου. β. (τεχν.) πεπλατυσμένος δακτύλιος· (πρβ. ροδέλα). γ. δαχτυλίδι με ανάλο γο σχήμα. 2. (τυπ.) γραφικό κυκλικό κόσμημα.
[ιταλ. rosetta]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζιάζω [rozjázo] Ρ2.1α μππ. ροζιασμένος : αποκτώ ρόζους: Ροζιασμένα από τη σκληρή δουλειά χέρια. Tα ροζιασμένα τίμια χέρια του εργάτη. || Ροζιασμένο ξύλο, με ρόζους.
[ρόζ(ος) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροζιάρικος -η -ο [rozjárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει (πολλούς) ρόζους: Ροζιάρικα και βρόμικα χέρια. || Ροζιάρικο ξύλο.
[ροζιάρ(ης < ρόζ(ος) -ιάρης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόζιασμα το [rózjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ροζιάζω.
[ροζιασ- (ροζιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρόζος ο [rózos] Ο18 : 1.(συνήθ. πληθ.) σκλήρυνση που εμφανίζεται στο δέρμα της παλάμης και των δακτύλων· (πρβ. κάλος): Έβγαλαν ρόζους τα χέρια μου από το σκάψιμο. 2. σκλήρυνση σε ορισμένο σημείο μάζας ξύλου.
[ίσως αρχ. ὄζος `κλαδί, βλαστάρι΄ παρετυμ. ρ(ίζα)]