Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδώνας ο [roδónas] Ο2 : τόπος όπου καλλιεργούνται τριανταφυλλιές, τόπος κατάφυτος από τριανταφυλλιές: Οι ροδώνες της Bουλγαρίας.
[λόγ. < ελνστ. ῥοδών, αιτ. -ῶνα `παρτέρι με ρόδα΄]