Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροδώνας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδώνας ο [roδónas] Ο2 : τόπος όπου καλλιεργούνται τριανταφυλλιές, τόπος κατάφυτος από τριανταφυλλιές: Οι ροδώνες της Bουλγαρίας.

[λόγ. < ελνστ. ῥοδών, αιτ. -ῶνα `παρτέρι με ρόδα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες