Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροδόσταγμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδόσταγμα το [roδóstaγma] & ροδόσταμα το [roδóstama] Ο49 & ροδόσταμο το [roδóstamo] Ο41 : αρωματικό απόσταγμα από τριαντάφυλλα· ροδόνερο. || διάλυμα ροδέλαιου σε νερό.

[μσν. ροδόστα(γ)μα < ρόδ(ο) -ο- + σταγ- (στάζω) -μα και προαιρετική αποβ. του [γ] πριν από [m] · ροδόσταμ(α) μεταπλ. -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες