Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδίτικος -η -ο [roδítikos] Ε5 : που παράγεται ή που προέρχεται από τη Ρόδο ή που υπάρχει σ΄ αυτήν· ροδιακός: Ροδίτικα καράβια / πιάτα. Ροδίτικο κρασί / ιδίωμα. ~ χορός. Ροδίτικη ενδυμασία / φορεσιά.
[Ροδίτ(ης < Ρόδ(ος) -ίτης) -ικος]