Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροδέλαιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ροδέλαιο το [roδéleo] Ο42 : αρωματικό λάδι που παράγεται από τριαντάφυλλα: ~ Bουλγαρίας.

[λόγ. < ελνστ. ῥοδέλαιον (πρβ. μσν. ροδόλαδο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες