Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδέλα η [roδéla] Ο25 : α.(τεχν.) μικρός πεπλατυσμένος δακτύλιος από ποικίλα υλικά και για ποικίλες χρήσεις: Mεταλλική / πλαστική ~. β. (μτφ.) για καθετί που έχει το σχήμα ροδέλας: Kρεμμύδι κομμένο σε ροδέλες.
[μσν. ροδέλα < βεν. rodela]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδέλαιο το [roδéleo] Ο42 : αρωματικό λάδι που παράγεται από τριαντάφυλλα: ~ Bουλγαρίας.
[λόγ. < ελνστ. ῥοδέλαιον (πρβ. μσν. ροδόλαδο)]