Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ροδάκινο το [roδákino] Ο42 : ο σαρκώδης, μυρωδάτος καρπός της ροδακινιάς, ο οποίος τρώγεται ως φρούτο: Οι εξαγωγές ροδακίνων αυξήθηκαν το φετινό καλοκαίρι. Kομπόστα / μαρμελάδα ~.
[μσν. ροδάκινον < ελνστ. δωράκινον < λατ. duracinum με αντιμετάθ. [d-r > r-d] και τροπή [u > o] από επίδρ. του [r] ]