Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριψοκίνδυνος -η -ο [ripsokínδinos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που συνηθίζει να ριψοκινδυνεύει, που αψηφά τους κινδύνους· τολμηρός: Ριψοκίνδυνοι ακροβάτες / τυχοδιώκτες. β. (για ενέργεια κτλ.) που περιέχει πιθανό και μεγάλο κίνδυνο: Ριψοκίνδυνη ενέργεια, τολμηρή. Ριψοκίνδυνο διάβημα.
ριψοκίνδυνα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ῥιψοκίνδυνος]