Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριξιά η [riksxá] Ο24 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρίχνω. || ό,τι ρίχνει κανείς σε μια φορά, με μια κίνηση, σε μια στιγμή· (πρβ. ρίξιμο): Έφερε εξάρες με την πρώτη ~. Mε την τρίτη ~ πέτυχε το στόχο.
[ριξ- (ρίχνω) -ιά]